- ματογυάλια
- τασυσκευή με φακούς για ελαττωματική όραση· τα γυαλιά ηλίου, οι διόπτρες: Χωρίς τα ματογυάλια δεν μπορεί να διαβάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… … Dictionary of Greek
αλληλοϋπέρθεση — η το φαινόμενο στο οποίο οι ανακλάσεις από παράθυρα ή ματογυάλια μπορούν να δώσουν είδωλα που το ένα να προβάλλεται επάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + υπέρθεση] … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
ματογυάλι — το 1. διόπτρα 2. συν. στον πληθ. τα ματογυάλια ζευγάρι φακών τα οποία προσαρμόζονται με κατάλληλο τρόπο μπρος στα μάτια γι αυτούς που έχουν ελαττωματική όραση ή για όσους θέλουν να προστατευθούν από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμματοϋάλια] … Dictionary of Greek
μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek
ομματοϋάλια — τα τα ματογυάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + ὑάλιον] … Dictionary of Greek
τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… … Dictionary of Greek
τζαμαρία — η, Ν 1. εξώστης ή άλλος χώρος κατοικίας που περιβάλλεται από υαλοπίνακες 2. χώρισμα, διάφραγμα με υαλοπίνακες 3. το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι υαλοπίνακες 4. (μτφ. και ειρων.) τα ματογυάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. αρία … Dictionary of Greek
φασαμέν — και φασαμαίν, τα, Ν άκλ. ματογυάλια με χειρολαβή, που, παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν ιδίως οι κυρίες τού καλού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. face a main «μικρά γυαλιά με λαβή»] … Dictionary of Greek